καινάς

καινάς
καινά̱ς , καινός
new
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καινᾶς — Καινεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινᾶς — καινός new fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… …   Dictionary of Greek

  • Βάμου, δήμος — Νέος δήμος (2.932 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βάμου, Γαβαλοχωρίου, Κάινας, Καλαμιτσίου Αλεξάνδρου, Κεφαλά, Κόκκινου Χωρίου, Ξηροστερνίου, Πλάκας και Σελλίων, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”